δέσμη

δέσμη
Σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συγκρατούνται με περιτύλιγμα ή δεσμό· ορμαθός, πακέτο, χούφτα. (Μαθημ.) Οικογένεια καμπύλων στο επίπεδο ή επιφανειών στον χώρο, που συνδέονται γραμμικά με τις παραμέτρους. Για παράδειγμα, μια δ. γραμμών στο επίπεδο ορίζεται από την εξίσωση: λ1f1+ λ2f2 + λ3f3 = 0, για όλες τις τιμές των παραμέτρων λ1, λ2, λ3 (εκτός από την περίπτωση λ1 = 0, λ2 = 0, λ3 = 0), όπου f1, f2, f3 είναι συναρτήσεις δύο μεταβλητών, καμία από τις οποίες δεν είναι γραμμικός συνδυασμός των άλλων δύο. Στην αναλυτική γεωμετρία, δ. είναι το σύνολο των ευθειών του επιπέδου που περνούν από ένα ορισμένο σημείο του επιπέδου (κέντρο ή φορέας της δ.) ή είναι παράλληλες μεταξύ τους. Δ. επιπέδων ονομάζεται η οικογένεια των επιπέδων που περνούν από μία ορισμένη ευθεία (άξονας της δ.) ή είναι παράλληλα μεταξύ τους. Αν Ε1 = 0 και Ε2 = 0 είναι οι εξισώσεις δύο ευθειών της δ., τότε η εξίσωση της δ. των ευθειών μπορεί να παρασταθεί με την εξίσωση: E1 + λΕ2 = 0, στην οποία κάθε ιδιαίτερη τιμή της παραμέτρου λ δίνει μια ευθεία της δ. ερτζιανή δ. (Φυσ.). Δ. ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που χρησιμοποιείται για τη διαβίβαση τηλεπικοινωνιακών σημάτων. Ένα κύκλωμα που παράγει αμείωτες ηλεκτρικές ταλαντώσεις αποτελεί τον πομπό. Η εκπομπή γίνεται με τη βοήθεια παραβολικών ανακλαστήρων. Για να είναι λεπτή η δ. χρησιμοποιούνται τα πολύ μικρά μήκη κύματος. Τα κύματα αυτά διαδίδονται ευθύγραμμα και για να μην εμποδίζεται η μετάδοσή τους εξαιτίας της ύπαρξης διαφόρων εμποδίων, γίνεται εγκατάσταση ενδιάμεσων σταθμών αναμετάδοσης των ερτζιανών δ., ανάμεσα στους ανακλαστήρες εκπομπής και τους ανακλαστήρες λήψης (χρησιμοποιούνται για την εστίαση των κυμάτων). φωτεινή δ. (Φυσ.). Το σύνολο των φωτεινών ακτίνων (ακτινοβολία που ανήκει στη λεγόμενη ορατή περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος) που προέρχονται από την ίδια πηγή και περιορίζονται στον χώρο με τη βοήθεια διαφόρων διαφραγμάτων. Αν οι ακτίνες της δ. είναι παράλληλες, τότε η δ. ονομάζεται παράλληλη, αλλιώς ονομάζεται κωνική. Η κωνική δ. χαρακτηρίζεται συγκλίνουσα αν οι φωτεινές ακτίνες της δ. συγκλίνουν και αποκλίνουσα αν οι ακτίνες αποκλίνουν. Η δ. ονομάζεται στιγματική, αν οι ακτίνες της περνούν από ένα σημείο στην πορεία τους και αστιγματική αν οι ακτίνες της απομακρύνονται συνέχεια από την πηγή τους.
* * *
η (AM δέσμη)
δέμα ή δεμάτι («δέσμη εγγράφων», «δέρματ' αἴγεια, δύο δέσμας ἤ τρεῑς»)
νεοελλ.
1. ξύλα δεμένα μαζί που μεταφέρονται με το ρεύμα ποταμού
2. εξαρτήματα πλοίου τοποθετημένα στο ίδιο μέρος για να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ανάγκης
3. ομάδες αγγειωδών νηματίων που περιβάλλουν τα διάφορα τμήματα τού φυτού
4. το σύνολο τών επιπέδων βολής πυροβόλων όπλων
5. τμήματα μαλακού σιδήρου ή χάλυβα που συν δέονται με σύρματα και συσσωματώνονται με λευκοπύρωση
6. φρ. α) «δέσμη φωτεινών ακτίνων» ή «φωτεινή δέσμη» — σύνολο φωτεινών ακτίνων οι οποίες προέρχονται από την ίδια πηγή και περιορίζονται με κατάλληλα διαφράγματα
β) «δέσμη καθοδικών ακτίνων» — το σύνολο τών ηλεκτρονίων που κατευθύνονται από την κάθοδο τών διαφόρων ηλεκτρονικών σωλήνων προς την άνοδο
9. «δέσμη μέτρων» — σειρά αποφάσεων, διατάξεων ή νόμων με κοινό στόχο
αρχ.
1. δράγμα, χούφτα
2. μέτρο χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέω, δω. Σχηματισμός θηλυκού ουσιαστικού παράλληλος προς το αρσ. δεσμός*. Ο τονισμός δέσμη, αν δεν είναι αρχικός, προέρχεται με αναβιβασμό από αρχικό τ. δεσμή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δέσμη — package fem nom/voc sg (attic epic ionic) δεσμέω undergo ankylosis pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δεσμέω undergo ankylosis imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) δεσμεύω fetter pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δεσμεύω fetter imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσμῃ — δέσμη package fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσμη — η σύνολο από όμοια πράγματα που συγκρατούνται μεταξύ τους με χαλαρό σύνδεσμο, δεμάτι, πακέτο: Το συμβόλαιο αγοράς του σπιτιού αποτελείται από μια δέσμη εγγράφων. – Δέσμη φωτεινών ακτίνων (ακτίνες που συγκεντρώνονται από την ίδια πηγή) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοενεργητική δέσμη — Χαρακτηρισμός ενός συνόλου σωματίων που έχουν την ίδια ενέργεια. Όταν η δέσμη αποτελείται από πανομοιότυπα σωμάτια, οι τρεις όροι μονοχρωματικός, μονοκινητικός και μ. έχουν την ίδια σημασία. Αν η μάζα ενός σωματίου είναι γνωστή, η ορμή του… …   Dictionary of Greek

  • δέσμαι — δέσμη package fem nom/voc pl δέσμᾱͅ , δέσμη package fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμῶν — δέσμη package fem gen pl δεσμέω undergo ankylosis pres part act masc nom sg (attic epic doric) δεσμεύω fetter pres part act masc nom sg (attic epic doric) δεσμεύω fetter pres part act masc voc sg (doric aeolic) δεσμεύω fetter pres part act neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσμαις — δέσμη package fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσμην — δέσμη package fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσμης — δέσμη package fem gen sg (attic epic ionic) δεσμέω undergo ankylosis imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) δεσμεύω fetter imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”